Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

είμαι απασχολημένος

  • 1 απασχολημένος

    η, ο занятый;

    είμαι απασχολημένοςя занят

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > απασχολημένος

  • 2 τόσο(ν)

    επίρρ.
    1) столько;

    τόσο(ν) θέλω — мне хватит, я больше не хочу;

    2) настолько, так;

    είναι τόσο(ν) απασχολημένος πού... — он настолько занят, что...;

    τόσο(ν) πολύ (λίγο) — так много (мало);

    άλλαξε τόσο(ν) πού... — он так изменился, что...;

    είναι τόσο(ν) ήσυχα τριγύρω — кругом так тихо;

    δεν είμαι τόσο(ν) κουτός γιά να... — я не настолько глуп, чтобы...;

    ήταν τόσο(ν) φίσκα το θέατρο, πού... — театр был так переполнен, что...;

    είναι τόσο(ν) καλός! — он так красив!;

    δεν είναι και τόσο(ν) περίφημα! — не так уж хорошо!;

    όχι και τόσ! — не особенно!, не очень-то!;

    § τόσ... όσο... — столько... сколько...;

    τόσο(ν) τό χειρότερο (τό καλύτερο) — тем хуже (лучше)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τόσο(ν)

  • 3 τόσο(ν)

    επίρρ.
    1) столько;

    τόσο(ν) θέλω — мне хватит, я больше не хочу;

    2) настолько, так;

    είναι τόσο(ν) απασχολημένος πού... — он настолько занят, что...;

    τόσο(ν) πολύ (λίγο) — так много (мало);

    άλλαξε τόσο(ν) πού... — он так изменился, что...;

    είναι τόσο(ν) ήσυχα τριγύρω — кругом так тихо;

    δεν είμαι τόσο(ν) κουτός γιά να... — я не настолько глуп, чтобы...;

    ήταν τόσο(ν) φίσκα το θέατρο, πού... — театр был так переполнен, что...;

    είναι τόσο(ν) καλός! — он так красив!;

    δεν είναι και τόσο(ν) περίφημα! — не так уж хорошо!;

    όχι και τόσ! — не особенно!, не очень-то!;

    § τόσ... όσο... — столько... сколько...;

    τόσο(ν) τό χειρότερο (τό καλύτερο) — тем хуже (лучше)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τόσο(ν)

См. также в других словарях:

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

  • αμφί — ἀμφὶ πρόθ. (Α) (κυρίως στον ποιητικό και ιωνικό πεζό λόγο, η περὶ τών κλασικών κειμένων) και στις δύο πλευρές, και στα δύο μέρη Α. (με γενική) 1. για, για χάρη, για το χατίρι κάποιου «ἀμφί λέκτρων μάχεσθαι» (Ευρ. Ανδρομ. 123) 2. (όπως η πρός, για …   Dictionary of Greek

  • ασχολία — η (Α ἀσχολία) [άσχολος] 1. ενασχόληση, απασχόληση, εργασία 2. τακτική εργασία, επάγγελμα 3. (στα νεοελλ. κυρίως στον πληθ.) η απασχόληση που δεν αφήνει χρονικά περιθώρια να ασχοληθεί κανείς και με κάτι άλλο αρχ. 1. έλλειψη χρόνου ή ανάπαυσης,… …   Dictionary of Greek

  • ασχολούμαι — (Α ἀσχολοῡμαι, έομαι) [άσχολος] είμαι απασχολημένος, καταγίνομαι με κάτι …   Dictionary of Greek

  • δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… …   Dictionary of Greek

  • περίεργος — η, ο / περίεργος, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που ενδιαφέρεται για το καθετί και θέλει να τό γνωρίσει, αυτός που ερευνά και επιδιώκει να μάθει τα πάντα, ερευνητικός (α. «από μικρός ήταν περίεργος και έμαθε πολλά» β. «περίεργα παιδία», Γαλ. γ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»